- φιλολόγως
- φιλόλογοςfond of wordsadverbialφιλόλογοςfond of wordsmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλολόγως — Α επίρρ. βλ. φιλόλογος … Dictionary of Greek
φιλόλογος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Ιησού, τον οποίο αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή του (στ 15). Κατά την παράδοση, χειροτονήθηκε επίσκοπος της Σινώπης του Πόντου από τον απόστολο… … Dictionary of Greek